επιτατικός — ή, ό (Α ἐπιτατικός, ή, ό) [επίταση] αυτός που αυξάνει την τάση, που είναι κατάλληλος ή συντελεί στην επίταση 2. γραμμ. (για λέξεις, μόρια κ.λπ.) αυτός που επαυξάνει τη σημασία ενός όρου τής πρότασης. επίρρ... επιτατικώς και ά με επίταση, με… … Dictionary of Greek
ἐπιτατικά — ἐπιτατικός intensive neut nom/voc/acc pl ἐπιτατικά̱ , ἐπιτατικός intensive fem nom/voc/acc dual ἐπιτατικά̱ , ἐπιτατικός intensive fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτατικώτερον — ἐπιτατικός intensive adverbial comp ἐπιτατικός intensive masc acc comp sg ἐπιτατικός intensive neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτατικῶν — ἐπιτατικός intensive fem gen pl ἐπιτατικός intensive masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτατικόν — ἐπιτατικός intensive masc acc sg ἐπιτατικός intensive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτατικοῦ — ἐπιτατικός intensive masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτατικῆς — ἐπιτατικός intensive fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτατικῇ — ἐπιτατικός intensive fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτατική — ἐπιτατικός intensive fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτατικῶς — ἐπιτατικός intensive adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)